- σκιοθήρης
- και σκιάθηρας, ὁ, Αηλιακό ρολόγι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -θήρης / -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιαθήρας — ὁ, Α βλ. σκιοθήρης … Dictionary of Greek
σκιοθηρικός — και σκιαθηρικός, ή, όν, Α [σκιοθήρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιοθηρικά και σκιαθηρικά [ενν. ὄργανα] ηλιακά ρολόγια … Dictionary of Greek
σκιοθηρώ — και σκιαθηρῶ, έω, Α [σκιοθήρης] (για αστρονόμο) παρατηρώ τις σκιές … Dictionary of Greek
σκιόθηρον — και σκιάθηρον, τὸ, Α σκιοθήρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + θηρον (< θήρα)] … Dictionary of Greek